Livre de Daniel
7,8 προσενόουν τοῖς κέρασιν αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ κέρας ἕτερον μικρὸν ἀνέβη ἐν μέσῳ αὐτῶν, καὶ τρία κέρατα τῶν ἔμπροσθεν αὐτοῦ ἐξερριζώθη ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ὀφθαλμοὶ ὡσεὶ ὀφθαλμοὶ ἀνθρώπου ἐν τῷ κέρατι τούτῳ καὶ στόμα λαλοῦν μεγάλα. ( ) 7,9 ἐθεώρουν ἕως ὅτου θρόνοι ἐτέθησαν, καὶ παλαιὸς ἡμερῶν ἐκάθητο, καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ ὡσεὶ χιὼν λευκόν, καὶ ἡ θρὶξ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ὡσεὶ ἔριον καθαρόν, ὁ θρόνος αὐτοῦ φλὸξ πυρός, οἱ τροχοὶ αὐτοῦ πῦρ φλέγον· ( ) 7,10 ποταμὸς πυρὸς εἷλκεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ, χίλιαι χιλιάδες ἐλειτούργουν αὐτῷ, καὶ μύριαι μυριάδες παρειστήκεισαν αὐτῷ· κριτήριον ἐκάθισεν, καὶ βίβλοι ἠνεῴχθησαν. ( ) 7,11 ἐθεώρουν τότε ἀπὸ φωνῆς τῶν λόγων τῶν μεγάλων, ὧν τὸ κέρας ἐκεῖνο ἐλάλει, ἕως ἀνῃρέθη τὸ θηρίον καὶ ἀπώλετο, καὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ ἐδόθη εἰς καῦσιν πυρός. ( ) 7,12 καὶ τῶν λοιπῶν θηρίων ἡ ἀρχὴ μετεστάθη, καὶ μακρότης ζωῆς ἐδόθη αὐτοῖς ἕως καιροῦ καὶ καιροῦ. ( )

7,13 ἐθεώρουν ἐν ὁράματι τῆς νυκτὸς καὶ ἰδοὺ μετὰ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ ὡς υἱὸς ἀνθρώπου ἐρχόμενος ἦν καὶ ἕως τοῦ παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν ἔφθασεν καὶ ἐνώπιον αὐτοῦ προσηνέχθη.


( Mt 8,20 , Mt 9,6 , Mt 10,23 , Mt 11,19 , Mt 12,8 Mt 12,32 Mt 12,40 Mt 13,37 Mt 13,41 Mt 16,13 Mt 16,27 Mt 16,28 Mt 17,9 Mt 17,12 Mt 19,28 Mt 20,18 Mt 20,28 Mt 20,29 Mt 24,27 Mt 24,30 Mt 24,37 Mt 24,39 Mt 24,44 Mt 25,31 Mt 26,2 Mt 26,24 Mt 26,45 Mt 26,64 Mc 2,10 Mc 2,28 Mc 8,31 Mc 8,38 Mc 9,9 Mc 9,12 Mc 9,31 Mc 10,33 Mc 10,45 Mc 13,26 Mc 14,21 Mc 14,41 Mc 14,62 Lc 5,24 Lc 6,5 Lc 6,22 Lc 7,34 Lc 9,22 Lc 9,26 Lc 9,44 Lc 9,58 Lc 11,30 Lc 12,8 Lc 12,10 Lc 12,40 Lc 17,22 Lc 17,24 Lc 17,26 Lc 17,30 Lc 18,8 Lc 18,31 Lc 19,10 Lc 21,27 Lc 21,36 Lc 22,22 Lc 22,48 Lc 22,69 Lc 24,7 Jn 1,51 Jn 3,13 Jn 3,14 Jn 6,27 Jn 6,53 Jn 6,62 Jn 8,28 Jn 9,35 Jn 12,23 Jn 12,34 Jn 13,31 Ac 7,56 He 2,6 Ez 16,46 Mc 1,15 Mc 8,27 Mc 8,38 Mc 14,60 )
7,14 καὶ αὐτῷ ἐδόθη ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ βασιλεία, καὶ πάντες οἱ λαοί, φυλαί, γλῶσσαι αὐτῷ δουλεύσουσιν· ἡ ἐξουσία αὐτοῦ ἐξουσία αἰώνιος, ἥτις οὐ παρελεύσεται, καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ οὐ διαφθαρήσεται. ( ) 7,15 ἔφριξεν τὸ πνεῦμά μου ἐν τῇ ἕξει μου, ἐγὼ Δανιηλ, καὶ αἱ ὁράσεις τῆς κεφαλῆς μου ἐτάρασσόν με. ( ) 7,16 καὶ προσῆλθον ἑνὶ τῶν ἑστηκότων καὶ τὴν ἀκρίβειαν ἐζήτουν παρ αὐτοῦ περὶ πάντων τούτων, καὶ εἶπέν μοι τὴν ἀκρίβειαν καὶ τὴν σύγκρισιν τῶν λόγων ἐγνώρισέν μοι ( ) 7,17 Ταῦτα τὰ θηρία τὰ μεγάλα τὰ τέσσαρα, τέσσαρες βασιλεῖαι ἀναστήσονται ἐπὶ τῆς γῆς, αἳ ἀρθήσονται· ( ) 7,18 καὶ παραλήμψονται τὴν βασιλείαν ἅγιοι ὑψίστου καὶ καθέξουσιν αὐτὴν ἕως αἰῶνος τῶν αἰώνων. ( )